ΤΟ ΒΑΡΥ ΠΕΠΟΝΙ (1977)Ένας φτωχός επαρχιώτης έρχεται στην Αθήνα, για να γλυτώσει από τη μοίρα του γκαρσονιού, αλλά γρήγορα απογοητεύεται. Μπρος στην πίεση των καθημερινών αναγκών και τις οικογενειακές υποχρεώσεις, αναγκάζεται τελικά να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Ρεαλιστική καταγραφή ενός μικροαστικού κοινωνικού περίγυρου και των προβλημάτων που δημιουργεί η «εσωτερική» μετανάστευση στην Ελλάδα.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Πάυλος Τάσιος
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Παύλος Τάσιος
ΣΕΝΑΡΙΟ: Παύλος Τάσιος
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κώστας Νάστος
ΜΟΥΣΙΚΗ: Γιώργος Παπαδάκης
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μίμης Χρυσομάλλης, Αντώνης Αντωνίου, Κατερίνα Γώγου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Κώστας Μεσσάρης
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95′
ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΛΕΩΦΟΡΟ του Νίκου Ζερβού
Στην ταραγμένη δεκαετία του’60, ξέσπασε μια σειρά από κινήματα που έφεραν νέες ιδέες και επιθυμίες, και μια διάθεση ανατροπής του κατεστημένου. Ήρθαν στο προσκήνιο νέοι άνθρωποι που πίστεψαν στην ελεύθερη ζωή και τον ελεύθερο έρωτα, σε όνειρα φτιαγμένα από φαντασίακαι δυνατή μουσική. Όμως τώρα, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει και πολλάόμορφα οράματα έχουν διαψευστεί. Η υποκρισία και ο συμβιβασμός κυριαρχεί.
Υπάρχουν όμως ακόμα κάποιοι, σαν τον ήρωα της ταινίας, ο οποίος έχοντας ζήσει με αυτά τα ιδανικά, αρνείται να τα αλλάξει και να συμβιβαστεί. Οι συνθήκες της σημερινής ζωής όμως, τον απομονώνουν, τον εξορίζουν στο κοινωνικό περιθώριο, κι αυτός, πιστός στις ιδέες, τα σύμβολα και τους μύθους που τον διαμόρφωσαν, αγωνίζεται απελπισμένα να βρει κάποιο νόημα στην άχαρη και μονότονη πραγματικότητα της σύγχρονης Αθήνας.
Σενάριο: Νίκος Ζερβός, Κώστας Φέρρης Σκηνοθεσία: Νίκος Ζερβός Φωτογραφία: Σάκης Μανιάτης Μουσική: Rolling Stones TheDoors Leonard CohenΗθοποιοί: Κώστας Φέρρης Μαρίλλη Τσοπανέλλη Χρήστος Αυλιανός Δημήτρης Σταύρακας Σπύρος Σακκάς Παραγωγή: Νίκος Ζερβός, Γιώργος Εμιρζάς
ΑΠΟΝΤΕΣ του Νίκου Γραμματικού
του Βασίλη Ραφαηλίδη
Η απουσία προϋποθέτει μια παρουσία. Έτσι λέγεται κάθε εμφάνιση του όντος σε χώρο και χρόνο. Η απουσία είναι μια χρονική και χωρική απομάκρυνση από έναν προγενέστερο χώρο και χρόνο. Ωστόσο, ο απών συνεχίζει να είναι παρών, αλλά σε άλλο χωροχρονικό περιβάλλον που δεν εμπεριέχει και εμάς. Ο απών είναι επίσης παρών στη μνήμη μας, τόπο μόνιμης παρουσίας όλων των απόντων, των πεθαμένων συμπεριλαμβανομένων. Η παρουσία σχηματίζει, η απουσία αποσχηματίζει.
Στην ταινία του Νίκου Γραμματικού που μας απασχολεί, η παρουσία επτά εφήβων σε χώρο (Σαλαμίνα) και χρόνο (1987-1994) δίνει μορφή σε μια περέα με χαλαρή δομή. Δε βρίσκονται διαρκώς παρόντες στη δράση και οι επτά φίλοι, ενώ όσοι ενεργούν ταυτόχρονα δε σημαίνει πως δρουν κιόλας. Δράση εδώ είναι η ίδια η παρουσία. Άλλωστε, δεν είναι ανάγκη να δράσουν οι ήρωες, αφού η σεναριακή προβληματική επιβάλλει να μη συμβεί τίποτα το ιδιαίτερα σημαντικό σ’ αυτή την πολύ σημαντική ταινία. Στην οποία, η κυρίαρχη έννοια της απουσίας μεγαλώνει καθώς μικραίνει ο χρόνος προβολής και τα δρώμενα οδηγούνται προς το κάθε άλλο παρά ευτυχές τέλος. Μέχρι να φτάσουμε στην πλήρη απουσία που ορίζει η αυτοκτονία τού βασικού ήρωα, η παρουσία των φίλων σε χώρο και χρόνο μετασχηματίζει και στο τέλος αποσχηματίζει το πλέγμα των σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί στην παρέα μέσα σε επτά χρόνια.
Επτά οι ήρωες μιας ταινίας, που μετράει το φιλμικό της χρόνο με μεγάλη ακρίβεια, επτά και τα χρόνια της χωρίς ουσιώδη δράση κοινής ύπαρξης τους σε έναν τόπο σαν την
ένδοξη Σαλαμίνα της εφτάψυχης Ελλάδας. Που ποτέ δεν πεθαίνει. Ίσως γιατί προσαρμόστηκε στη συμπεριφορά της εφτάψυχης γάτας που τρώει, κατά προτίμηση, μονόψυ-χα σπουργίτια. Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές δημόσιο είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δε θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβεις να ωριμάσεις σάπισες κιόλας. Η ταινία καταγράφει την πορεία επτά εφήβων προς το ίδιο τέλμα, από διαφορετικούς για τον καθένα δρόμους.
Μόνο οι εντελώς ορθόδοξα ορθόδοξοι περνούν καλά στη δική τους Ελλάδα. Αυτοί έχουν έναν αληθινό Θεό, βρίσκουν μια αληθινή δουλειά, πηδούν αληθινά κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα την αληθινή, τη νόμιμη γυναίκα τους, κάνουν αληθινές απάτες, εξομολογούνται αληθινά, μετανοούν αληθινά για να κάνουν ξαλαφρωμένοι καινούργιες αληθινές απάτες και τελικά πεθαίνουν εντελώς, μα εντελώς αληθινά, παίρνοντας μαζί τους όλα τα ψέματα. Όταν είσαι διπλά εγκλωβισμένος, απ’ τη μια στον αποκλειστικά δικό σου χώρο, το σώμα του, και απ’ την άλλη στον αποκλειστικά δικό του χρόνο, τη ζωή σου, είσαι ένας ευτυχής άνθρωπος σε κατάσταση έκστασης. Που μπορεί να είναι είτε τάξεως χριστιανικής είτε τάξεως ελληνοχριστιανικής. Όντας σε κατάσταση έκστασης, στέκεσαι κατ’ ανάγκην έξω απ’ το σώμα σου και δεν επικοινωνείς με τίποτα ούτε καν με το σώμα του. Εκτός κι αν χρειαστεί να κλέψεις, οπότε από τη χριστιανική επανέρχεσαι στην ελληνική πραγματικότητα. Αφού φας τα κλοπιμαία, ξαναπέφτεις σε κατάσταση έκστασης. Αν, όντας καθ’ έξιν εκστατικός, καταφέρεις τελικά να γίνεις μυστικιστής, τη βόλεψες και σώθηκες. Τότε επικοινωνείς μόνο με τον Θεό ή με κάτι που το εκλαμβάνεις σαν Θεό και αποφεύγεις τον κατά Σαρτρ υπαρξιακό ίλιγγο, αυτόν που δημιουργεί η παρουσία σου σε χώρο και χρόνο, όπως τα επτά παιδιά του Νίκου Γραμματικού, που στη γέννηση τους συνέβαλε και η φαντασία του σεναριογράφου Νίκου Πα-ναγιωτόπουλου. Ανάμεσα στους επτά, υπάρχει μεταμφιεσμένος και ο παλιός καλός μα θητής μου, ο Σαλα-μίνιος Νίκος Γραμματικός.
Δημιουργεί, λοιπόν, είτε ο θρησκευόμενος εκστατικός είτε ο καλλιτέχνης εκστατικός, μια δυνατότητα για τον εαυτό του να χαθεί, και έτσι εξαφανίζεται γι’ αυτόν η αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Αν ο εκστατικός είναι ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης, σαν τον Γραμματικό, στη διάρκεια της έκστασης, που στην τέχνη λέγεται έμπνευση, ο γεωγραφικός χώρος μεταμορφώνεται σε
χώρο αισθητικό. Μπαίνει ο δημιουργός μέσα σ’ αυτόν τον αιθητικά καθορισμένο χώρο και σώζεται. Ο άλλος, που δεν έχει την αισθητικής τάξεως δυνατότητα να διαφύγει από τον πραγματικό χώρο και να καταφύγει στον φιχτίφ (φκιαχτό), χρησιμοποιεί άλλα κόλπα για να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα: με την τεράστια δύναμη αυθυποβολής που διαθέτει ο απελπισμένος, κλέβει απ’ τον Θεό τις δυο βασικές του ιδιότητας, την εκτός χρόνου ζωή, που λέγεται αιωνιότητα, και την απανταχού παρουσία και τη βολεύει μια χαρά, τώρα που ενεργοποίησε την φροϋδικής καταγωγής «ψευδή συνείδηση». Που είναι τόσο πιο δυνατή απ’ τη συνείδηση, που αυτή εξαφανίζεται όταν εμφανιστεί η ψευδής συνείδηση. Τώρα, τη θέση της συνείδησης θα πάρει το συναίσθημα. Ο Απόστολος Παύλος, ο δημιουργός της βολικής έννοιας συναίσθηση, συνιστά να τη χρησιμοποιούμε στη θέση της συνείδησης. Συναισθάνομαι σημαίνει καταλαβαίνω με τα συναισθήματα, όχι με τη νόηση. Πάντως, αν θέλω χρησιμοποιώ και τη νόηση. Περνώντας απ’ τη μια στην άλλη μπορώ να είμαι και καλός επιστήμονας και καλός χριστιανός. Ο Γραμματικός όμως είναι μόνο καλός δημιουργός. Πιστεύω πως εδώ έχουνε να κάνουμε με τον πρώτο Έλληνα υπαρξιστή κινηματογραφιστή. Που κάποιοι τον εξέλαβαν σαν ηθογράφο.
Στους «Απόντες», μια ταινία που την έφκιαξε ένας σκηνοθέτης σαφέστατα παρών στον απόντα, πλην εξαιρέσεων, ελληνικό κινηματογράφο, ο βιωμένος από τους επτά ήρωες χρόνος μετριέται με ακρίβεια δευτερολέπτου και τους περιζώνει από παντού, έτσι που λειτουργεί μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά (χωρικά) όρια. Αφού η Σαλαμίνα είναι νησί, τα όριά της είναι σαφώς καθορισμένα απ’ την υδάτινη τάφρο. Σίγουρα στο νησί πνίγεσαι πιο εύκολα, αυτοκτονείς πιο άνετα. Άλλωστε, είτε ζεις είτε δε ζεις στη Σαλαμίνα, αρκεί να ζεις στην Ελλάδα των ενδόξων προγόνων και των δυστυχισμένων απογόνων, για να ξέρεις πως η ιστορία τελείται ερήμην σου. Και γράφεται ερήμην σου. Γιατί να μην ξέρω πώς ακριβώς ενήργησε στη Σαλαμίνα ο μεγαλοφυής Θεμιστοκλής, ώστε να καταλάβω ότι η απελπισία μπορεί να οδηγήσει στη δόξα; Έβαλε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους μέσα στα πλοία σε μια εποχή που κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είναι η ναυμαχία, έδεσε το ένα πλοίο με το άλλο για να δημιουργήσει μια πλατφόρμα που λειτούργησε σαν στεριανό πεδίο μάχης, και τους είπε: «Ή πολεμάτε σαν να είσασταν στη στεριά ή πνίγεστε αφού είστε στη θάλασσα». Και επειδή μάχεται και σκοτώνεται κανείς πιο εύκολα απ’ ό,τι αυτοκτονεί, οι Αθηναίοι πολέμησαν ηρωικά για να μην πνιγούν άδοξα. Όταν βρεθείς σε αδιέξοδο, όταν δεν υπάρχει οδός διαφυγής πίσω σου, κάθεσαι και πολεμάς. Ή κάνεις υπέροχες ταινίες σαν τους Απόντες, ηρωικά απελπισμένες θα ‘λεγες, μόνο και μόνο για να αρέσουν στο φάντασμα του Καμί. Και στους προς το παρόν ζωντανούς μαθητές του.
Ο απελπισμένος πολεμάει καλύτερα. Αυτό το ξέρουν όλοι οι στρατηγοί, όλων των μετά τον «χρυσό αιώνα» αιώνων. Γιατί, λοιπόν, αυτοκτονεί ο έβδομος, ο πιο απελπισμένος και ο καλύτερος της παρέας των Απόντων; Διότι κανείς δεν του έμαθε πως δε χρειάζεται να είσαι ήρωας για να νικήσεις. Αρκεί να είσαι απελπισμένος. Αρκεί να ξέρεις πως ο χρόνος έλκεται κι αυτός απ’ τη βαρύτητα, σύμφωνα με τη Σχετικότητα του Θείου Αλβέρτου. Περνάει πολύ αργά ο χρόνος όταν κινείσαι κοντά σε ισχυρά βαρυτικά πεδία. Τα ισχυρότερα βρίσκονται στις «μαύρες τρύπες» του διαστήματος. Εκεί δεν υπάρχει χρόνος. Τα βαρυτικά πεδία της ελληνικής ιστορίας είναι τόσο ισχυρά, που αλίμονο σου αν βρεθείς κοντά σε τέτοιου είδους μαύρες τρύπες. Σε κατάπιε η ιστορία και πας. Ο ιστορικός χρόνος ημών των Ελλήνων μηδενίζεται, γιατί καθηλώνεται στην εποχή των ενδόξων προγόνων. Μαζί του μηδενίζεται και ο βιωμένος χρόνος, η ψυχολογική περί χρόνου αντίληψη.
Ο χρόνος δε θα είχε υπαρξιακό νόημα σε μια υπαρξιστική ταινία (ο υπαρξισμός της οποίας επικαθορίζει και την αντιεμπορικότητά της) αν λειτουργούσε μόνο αισθητικά, σαν φιλμικός χρόνος. Αλλά ούτε ο φιλμικός χρόνος θα ήταν δυνατό να υπηρετήσει κάτι πιο σοβαρό από την άψογη αφήγηση μιας πάρα πολύ απλής ταινίας, αν δε λειτουργούσε και σαν υπαρξιακός, βιωματικός χρόνος για τους ήρωες. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον άψογο φιλμικό χρόνο της ταινίας, και τον έξω από την έννοια της χρονικότητας ιστορικό χρόνο ημών των Ελλήνων, που κάποιοι μας βούτηξαν μέχρι τ’ αφτιά στη μαύρη τρύπα της ιστορίας μας. Ο βιωματικός, και άρα εξ ορισμού «αντεθνικός» χρόνος των επτά ηρώων της ταινίας, μετριέται με το ρολόι που ο καθένας έχει μέσα του. Το μέτρημα αρχίζει όχι κατά τη γέννηση αλλά κατά την εφηβεία, τον καιρό δηλαδή της συνάντησης του γονότυπου με το φαινότυπο: σ’ αυτό που είμαστε ο καθένας σαν κληρονομική και συνεπώς βιολογική δυνατότητα (γονότυ-
πος), θα προστεθεί εκείνο που γινόμαστε μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές, ή άλλες συνθήκες (φαινότυπος). Αυτές δεν είναι δυνατό να τις ελέγξει κανείς μόνος του. Κυρίως όταν ζει σ’ έναν κλειστό χώρο με αυξημένη εντροπία. Έτσι λέγεται η αταξία κάθε είδους που εμφανίζεται μόνο σε κλειστά συστήματα. Σαν τα νησιά, αν δεις την εντροπία να λειτουργεί σε χώρο, και σαν την Ελλάδα, αν δεις την εντροπία να λειτουργεί σε (ιστορικό) χρόνο.
«Έθνος», 1997.
• Παύλος Τάσιος
Εμφανίζεται το 1960 στον Ελληνικό κινηματογράφο και εργάζεται σαν βοηθός σκηνοθέτη σε 27 ταινίες και σαν διευθυντής παραγωγής σε 13. Από το 1965 μέχρι και σήμερα «γύρισε» σαν σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός 14 ταινίες μεγάλου μήκους και 12 τηλεοπτικά προγράμματα. Ιδρυτικό μέλος και πρόεδροςτης Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών. Μέλος του Συνεταιρισμού Ελλήνων Σκηνοθετών και μέλος του Οργανισμού Διαχείρησης Πνευματικών Δικαιωμάτων «ΑΘΗΝΑ». ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΒΡΑΒΕΙΑ «Το Βαρύ Πεπόνι» «Παραγγελιά» «Στίγμα» «Νοκ Άουτ» |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 1 Ιουνίου 1940 και αυτοκτόνησε με χάπια στις 3 Οκτωβρίου 1993. Ήταν ηθοποιός και συγγραφέας. Είχε μια κόρη, την Μυρτώ.
Εργάστηκε από μικρή ηλικία σε παιδικούς θεατρικούς θιάσους και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς.
Φιλμογραφία (ως πρωταγωνίστρια)
-
Το βαρύ πεπόνι (1977) – σκηνοθεσία: Παύλος Τάσιος …. Τούλα
-
Παραγγελιά (1980) – σκηνοθεσία: Παύλος Τάσιος
-
Όστρια, το τέλος του παιχνιδιού (1984) – σκηνοθεσία: Ανδρέας Θωμόπουλος
Υπόλοιπη φιλμογραφία
-
Ο άλλος (1952)
-
Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο (1959) …. Λαζάρου
-
Νόμος 4000 (1962) …. Κλειώ
-
Η ψεύτρα (1963) …. Ντόλυ
-
Γάμος αλά ελληνικά (1964)
-
Δεσποινίς διευθυντής (1964)
-
Κάλλιο πέντε και στο χέρι (1965) …. Μπέτυ Κωνσταντέα
-
Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) …. Παγώνα
-
Μια τρελή, τρελή οικογένεια (1965) …. Σίσυ
-
Ο τρελός τα ‘χει τετρακόσια (1968)
-
Η ωραία του κουρέα (1969)
-
Αγάπη για πάντα (1969)
-
Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση; (1971)
Βιβλία της Κατερίνας Γώγου
-
Τρία κλικ αριστερά, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1978
Μεταφράστηκε στα Αγγλικά («Three clicks left») από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983, από τις εκδόσεις «Night Horn Books» του San Francisco. (Night Horn Books, 495 Ellis Str., Box 1156, San Francisco, CA 94102)
-
Ιδιώνυμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1980
-
Το ξύλινο παλτό, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1982
-
Απόντες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1986
-
Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 1988
-
Νόστος, Εκδόσεις Λιβάνη, 1η έκδοση
Μεταθανάτιες κυκλοφορίες
-
Με λένε Οδύσσεια, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση 2002
-
Νόστος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Επανέκδοση 2004
Βιβλία για την Κατερίνα Γώγου
-
Βιργινία Σπυράτου: Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 1η έκδοση 2007
Δισκογραφία
-
Ποιήματα από ήδη εκδοθέντα βιβλία της χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία του (πρώην συζύγου της) Παύλου Τάσσιου «Παραγγελιά» (με υπόθεση βασισμένη στην ιστορία του Νίκου Κοεμτζή). Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (μετέπειτα διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο «ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ».Λίγο μετά το θάνατό της η EMI-Minos κυκλοφόρησε το δίσκο «ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ» σε CD (remastered ADD) το 1995.
Κυκλοφόρησε σε CD και το 2006 (σε περιορισμένα αντίτυπα) στη σειρά «Αποκλειστικές Επανεκδόσεις» των «Metropolis».
ΙΔΙΩΝΥΜΟ(1980)-ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
θΑ ΡΘΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΤΑΠΡΑΜΑΤΑ.
ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ ΜΑΡΙΑ.
ΘΥΜΑΣΑΙ ΜΑΡΙΑ ΣΤΑ ΔΙΑΛΛΕΙΜΑΤΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΟΥ ΤΡΕΧΑΜΕ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΚΥΤΑΛΗ-ΜΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΜΕΝΑ-ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ.ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ-ΜΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΜΕΝΑ-ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ.ΕΣΥ ΕΙΣ’Η ΕΛΠΙΔΑ
ΑΚΟΥ ΘΑΡΘΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΔΙΑΛΕΓΟΥΝΕ ΓΟΝΙΟΥΣ ΔΕ ΘΑ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΜΕ ΓΕΡΜΕΝΟΥΣ ΑΠΕΞΩ.
ΚΑΙ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΓΟΥΜΕ ΔΕ ΘΑΜΑΣΤΕ ΑΛΟΓΑ ΝΑ ΜΑΣ ΚΟΙΤΑΝΕ ΣΤΑ ΔΟΝΤΙΑ.ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ -ΣΚΕΨΟΥ!- ΘΑ ΜΙΛΑΝΕ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΝΟΤΕΣ.
ΝΑ ΦΥΛΑΞΕΙΣ ΜΟΝΑΧΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΙΑΛΗ ΜΕ ΝΕΡΟ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ
ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΙ-ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ-ΜΟΝΑΞΙΑ-ΤΙΜΗ-ΚΕΡΔΟΣ-ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΙΑ-ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΛΕΩ ΨΕΜΜΑΤΑ-ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.
ΚΑΙ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.
ΔΕ ΞΕΡΩ-ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΠΟΛΛΑ-ΤΟΣΑ ΕΖΗΣΑ ΤΟΣΑ ΕΜΑΘΑ ΤΟΣΑ ΛΕΩ ΚΙ ΑΠ’ΟΣΑ ΔΙΑΒΑΣΑ ΕΝΑ ΚΡΑΤΑΩ ΚΑΛΑ:
«ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
ΘΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΗ ΖΩΗ!
ΠΑΡ’ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΑΡΙΑ.
Κατερίνα Γώγου
Από το «ΙΔΙΩΝΥΜΟ» 1978
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους…
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας…
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
ειναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Γιά τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σουχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
Κατερίνα Γώγου
ΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ
Γεννήθηκε το 1963 στην Σαλαμίνα
και σπούδασε μαθηματικά και κινηματογράφο
στην Αθήνα. Επί μια δεκαετία ήταν παραγωγός
της ραδιοφωνικής εκπομπής
«Ο κινηματογράφος στο Τρίτο»
για το Τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΤ
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
1987 Μακρόθεν, μικρού μήκους
1988 Επικίνδυνη ζώνη, μικρού μήκους
1989 Άβαξ, μικρού μήκους 7997 Κλειστή στροφή Θεοδωράκης Χριστοδούλου, ντοκιμαντέρ για την Ελληνική Τηλεόραση
1993 Η εποχή των δολοφόνων
1994 Χάος, μικρού μήκους
1995 Έξοδος, τηλεταινία
1996 Απόντες
1999 Νυχτολούλουδα, ντοκιμαντέρ
2002 Βασιλιάς
2005 Αγρύπνια
Ο Νίκος Γραμματικός, εμφανίζεται στην ελληνική κινηματογραφία με ταινία μεγάλου μήκους στα 27 του (έχοντας ήδη δύο επιτυχημένες ταινίες μικρού μήκους στο ενεργητικό του), το 1990. Μια εποχή, όπου οι έλληνες σκηνοθέτες, στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, ονειρεύονται το απόλυτο αριστούργημα της τέχνης τους, δουλεύοντας και ξαναδουλεύοντας δαπανηρά σενάρια, που καθυστερούν να υλοποιηθούν τόσο, ώστε η συχνότητα πραγματοποίησης ταινίας ανά σκηνοθέτη είναι εξαιρετικά αραιή, ο μέσος όρος πρωτοεμφανιζόμενου είναι κοντά στα 40 και οι δημιουργοί φτάνουν στα όρια της τρίτης ηλικίας με μια δυο ταινίες στο ενεργητικό τους.. Ο Γραμματικός ανήκει σε μια γενιά που θέλει να κάνει ταινίες συνέχεια, βασισμένος στην αγάπη του για το «κάνω σινεμά» και την κινηματογροφιλία του (που τον οδήγησε και στην πολυετή παραγωγή της εκπομπής «Κινηματογράφος στο Τρίτο»). Μέσα από αυτές τις συνθήκες η αγάπη για τα
κινηματογραφικά είδη που μεγάλωο ν την γενιά του (φιλμ νουάρ, ταινίες δρόμου κλπ) καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τις πρώτες του ταινίες («Κλειστή σιροφή», «Η εποχή των δολοφόνων»). Χωρίς το άγχος της επίτευξης του κινηματογραφικού αριστουργήματος κάτι που κατέτρεχε ακόμα και τους κριτικούς της εποχής, κατακτά βήμα – βήμα (και όχι χωρίς απώλειες) ένα προσωπικό τρόπο αφήγησης ιστοριών, που αφορούν σε μεγάλο βαθμό, αρχικά, καθημερινούς, νέους ανθρώπους, σε εξαιρετικές καταστάσεις. Φυσικά και είναι απολύτως αναμενόμενες, οι κινηματογραφικοί; αναφορές και η (φορές στείρα) «επίδειξη» μιας σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ. Όμως ο Γραμματικός είχε ακόμα δρόμο και ταινίες μπροστά του. Με το διάλειμμα μιας ταινίας μικρού μήκους («Το χάος») που αποδεικνύει την αστείρευτη δίψα του για ταινίες ανεξαρτήτως ειδών και διάρκειας, επιστρέφει με την πιο ώριμη δουλειάτου, τους «Απόντες». Εδώ πια ο Γραμματικός, καταπιάνεται με ένα ολότελα δικό του και όχι δανεισμένο θέμα, το χρονικό της αποξένωσης μιας παρέας σε μια εποχή σημαδιακών κοινωνικών αλλαγών στην Ελλάδα, αποφεύγοντας όμως νοσταλγικές γραφικότητες, ή ηρωικές μεγαλοστομίες, που χαρακτηρίζουν πολλές φορές ανάλογες προσπάθειες. Χωρίς περιττά «σκηνοθετικά» στολίδια, παρακολουθεί από κοντά τους ήρωες του που σκηνή με τη σκηνή αλλάζουν μέχρι να καταλήξουν οριστικά Απόντες από το κάδρο Η επιτυχία του είναι πως αυτή η προσωπική του ιστορία, αφορά όλους μας και το χρονικό της παρέας γίνεται το χρονικό μιας ολόκληρης εποχής (ή ενός «Τέλους εποχής»). Ο Γραμματικός κινηματογραφεί μια σύγχρονη ελληνικότατη Σαλαμίνα και οι μέρες των (δανεισμένων) «ατμοσφαιρικών» αλλά και ελαφρώς κατασκευασμένων χώρων των προηγούμενων ταινιών του φαίνεται να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, δίνοντας τη θέση τους σε έναν μελαγχολικό ρεαλισμό. Πιστός στην προσέγγιση όλων των πραγμάτων που θεωρεί ότι τον (και μας) αφορούν, ο Γραμματικός, με την ευαίσθητη δημιουργία του, το ντοκιμαντέρ «Νυχτολούλουδα» ασχολείται με τον κόσμο των τυφλών παιδιών και το πως κατανοούν τον κόσμο. Για άλλη μια φορά χωρίς στόμφο, ηρωοποιήσεις και διδακτισμούς, μας φέρνει κοντά σε κάποιες παρέες θεωρητικά «απόντων» από τη ζωή (και τον κινηματογράφο), αναδεικνύοντας τις ιδιαίτερες δεξιότητες που αυτά τα παιδιά αναγκαστικά αναπτύσσουν για την επιβίωση τους. Ένα ντοκιμαντέρ μακριά από τα καθιερωμένα τηλεοπτικά στάνταρ. Σκόρπιες ταινίες μικρού μήκους, φιλμ νουάρ και ταινίες δρόμου, ντοκιμαντέρ, πληρωμένοι δολοφόνοι, μυστηριώδεις γυναίκες και μια παρέα παιδιών από το μουντομπάσκετ μέχρι το μουντιάλ, ένας απολογισμός που αποκαλύπτει το αδιάκοπο πάθο<; ενός ανθρώπου να μιλήσει με κάθε τρόπο, με τον τρόπο που γνωρίζει, με τις εικόνες. Ακολούθησαν ο Βασιλιάς (2002) και η Αγρύπνια (2005) πολυβραβευμένες ταινίες και αυτές που τον καθιέρωσαν μια για πάντα στην συνείδηση του κόσμου.
Παίζουν: Νίκος Γεωργάκης, Γιώργος Ευγενικός Βαγγέλης Μουρίκης, Τάσος Νούσιας Κώστας Σταρίδας, Αιμίλιος Χειλάκης
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Βραβείο Καλίτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Β’ ανδρικού ρόλου.
Κρατικά Βραβεία: Διάκριση ποιότητας
ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
Ο ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε κοινωνιολογία και ψυχολογία στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών, αλλά τον κέρδισε ο κινηματογράφος. Από το 1970 δούλευε ως βοηθός σκηνοθέτη και το 1973 σκηνοθέτησε, μαζί με το Θανάση Ρεντζή την πρώτη του δουλειά, «Μαύρο-Άσπρο». Με τον «Εξόριστο στην Κεντρική Λεωφόρο» ζωντάνεψε το πνεύμα, τους προβληματισμούς και την ασυμβίβαστη διάθεση της γενιάς του ’60 και του ροκ. Αυτά είναι στοιχεία που σημαδεύουν το έργο του, μαζί με μια ασταμάτητη διάθεση για ανατρεπτική σάτιρα, σουρεαλιστικές καταστάσεις και διακωμώδηση των πάντων.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ:
Μαύρο – Άσπρο (1973) (συν-σκηνοθεσία Θανάσης Ρεντζής) Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο (1979) Σουβλίστε τους (1981) Ο Δράκουλας των Εξαρχείων (1981) Ντελίριο (1983) Θηλυκό Θηριοτροφείο (1984) Θηριοτροφείο Αρρένων Εναντίον Θηλέων (1985) Τηλεκαννίβαλοι (1986) Πατρίς – Ληστεία – Οικογένεια (1987) Νεανικές Τρέλες (1989) Γυναίκες Δηλητήριο (1993) Σαπουνόπετρα (1995) Ο Βαρώνος (1996) (συν-σκηνοθεσία Διονύσης Μανιάτης) Βίτσια Γυναικών (2000).