Μητέρα και Γιός (1996) [Παρασκευή 21.30]/ Πατέρας και Γιός (2003) [Σάββατο 18.00]: δύο αριστουργηματικές ταινίες του δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή, Αλεξάντερ Σοκούροφ 23 & 24/1/2009 στο DANCartE (Όθωνος Αμαλίας & Καρόλου 1)

alexander_sokurov

Μητέρα και Γιός (1996) [Παρασκευή 21.30,  DANCartE]/ Πατέρας και Γιός (2003) [Σάββατο 18.00,  DANCartE]/: δύο αριστουργηματικές ταινίες του δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή, Αλεξάντερ Σοκούροφ

Δύο ταινίες που αποτελούν μέρος μιας τριλογίας με θέμα το δράμα των ανθρώπινων σχέσεων που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αυτοβιογραφικές αφού αφορούν τις σχέσεις μητέρας-γιου και πατέρας-γιού με την αρχετυπική και συμβολική τους έννοια. Ταινίες που δεν θυμίζουν τίποτα σχετικό με ότι βλέπουμε στο μεγαλύτερο σώμα του σημερινού παγκόσμιου κινηματογράφου παρά μόνο με ότι έχουμε δει στην ίδια τη Ρωσία χώρα καταγωγής του δημιουργού και κυρίως στο ρώσικο σινεμά των Ταρκόφσκι και του Παρατζάνοφ  του οποίου αποτελεί συνεχιστής ο Σοκούροφ όσον αφορά το ποιητικό και εικαστικό μεταφυσικό στοιχείο, χωρίς από κει και πέρα να υπάρχουν απόλυτες συγγένειες όσον αφορά το ιδεολογικό και μορφοπλαστικό πλαίσιο των ταινιών τους.  Ο Σοκούροφ δίνει ξεχωριστή σημασία στη σύνθεση των εικόνων αλλά και το ρυθμό -εσωτερικό και εξωτερικό- της κάθε ταινίας του. (του Γιάννη Καραμπίτσου)

Μητέρα και Γιός

mhtera-kai-gios_ex

Σε ένα μικρό σπίτι μέσα στην φύση, σε χρόνο που δεν καθορίζεται, ο Γιος μοιράζεται με την Μητέρα τις τελευταίες στιγμές της. Μιλούν για το κοινό τους παρελθόν, για το θλιβερό μέλλον, μια σχέση απόλυτης γαλήνης, τρυφερότητας, αφοσίωσης και αγάπης, βυθισμένη στην μελαγχολία. Η Μητέρα πεθαίνει, ο Γιος, μόνος του πια στην οργιώδη φύση, στον άνεμο, το φως, στα σύννεφα και στον ήλιο, περιπλανάται άδειος, σε ένα κόσμο που δεν του προσφέρει τίποτα πια. Η απόλυτη ελεγεία για την νοσταλγία, την απώλεια και την μοναξιά, ένα καλλιτεχνικό όραμα του Αλεξάντερ Σοκούροφ, ένας μοναδικός συγκερασμός ζωγραφικής (οι εικόνες τις ταινίας είναι κυριολεκτικά κινούμενοι πίνακες), μουσικής, ποίησης, το έργο που τον καταξίωσε παγκοσμίως ως έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους οραματιστές καλλιτέχνες. Η ταινία απέσπασε το Οικουμενικό Βραβείο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, διακρίθηκε σε πολυάριθμα Φεστιβάλ και είχε εμπορική διανομή σε 30 χώρες.

Οι αφετηρίες του Σοκούροφ βρίσκονται στη ζωγραφική και λογοτεχνική παράδοση του 19ου αίωνα – στους Γερμανούς και Ρώσους ζωγράφους στον Τσέχωφ και τον Ντοστογιέφσκι. «Το στυλ του Σοκούροφ θυμίζει έντονα τους μινιμαλιστές συνθέτες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως ο Χένρικ Γκορέτσκι και ο Άρβο Πέρτ. Όπως κι η μουσική τους, το φιλμ διαθέτει μια “απογυμνωμένη” γλώσσα, απρόσμενα συγγενή με την Αμερικανική μινιμαλιστική τέχνη, εμποτισμένη στην θλίψη και στην πνευματικότητα που χαρακτηρίζει τα έργα των χωρών της Ανατολής». David Flickenstein – Film Threat.

Ο μινιμαλιστικός κινηματογράφος του Σοκούροφ αμφισβητεί όλες τις αφηγηματικές συμβάσεις όχι όμως μόνο για να προκαλέσει καθιστώντας αυτή την αμφισβήτηση αυτοσκοπό. Η κλασική αφήγηση έχει αντικατασταθεί από τις εύγλωττες ποιητικές εικόνες του σκηνοθέτη που υποβάλλουν έναν ιδιότυπο μοναδικό «καθαρό» κινηματογράφο που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδεί.  Μεγάλης διάρκειας μονοπλάνα μοναδικής πλαστικότητας, αρμονίας και ομορφιάς (εικαστικά το φιλμ παραπέμπει στον γερμανικό ρομαντισμό του πρώτου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα και ιδιαίτερα στα έργα του τοπιογράφου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ) σε συνδυασμό με την ηχητική μπάντα  που περιλαμβάνει ήχους από κελαηδίσματα πουλιών, θρόισμα των φύλλων, βροντές, το γάβγισμα ενός σκύλου κλπ. και υποβάλλει μια εντυπωσιακή υπνωτιστική εντύπωση, διαστέλλουν το χρόνο και δημιουργούν τη δική τους, ονειρική πραγματικότητα. Ο Σοκούροφ όπως αναφέρει σε συνέντευξή του επιχείρησε να  καταργήσει  την ψευδαίσθηση των τριών διαστάσεων παραμορφώνοντας την εικόνα του με τη βοήθεια καθρεφτών και βαμμένων γυαλιών μπροστά στο φακό του,  αφού μια ταινία δεν μπορεί ποτέ να γίνει «αντανάκλαση της ζωής».

Αλεξάντερ Σοκούροφ, για το «Μητέρα και γιος»:

«…Η ιστορία της ταινίας είναι αυτή μιας ιδανικής ανθρώπινης σχέσης – της αγάπης και τη βαθιάς αφοσίωσης μεταξύ μιας μητέρας και του γιου της. Ούτε αυτή, ούτε αυτός αγαπούν οτιδήποτε σε αυτόν τον κόσμο τόσο πολύ, όσο αγαπούν ο ένας τον άλλον. Η αγάπη τους είναι σχεδόν φυσικά απτή, είναι η άκρη, το όριο της αγάπης, αλλά μόνο πέρα από αυτήν υπάρχει κάτι αληθινό.Οι δυο τους μοιάζουν να είναι οι μόνοι άνθρωποι τη σε ολόκληρη τη γη — καμία ρουτίνα, καμιά βιασύνη, τίποτα περιττό, μόνο ένα ξύλινο σπίτι στη φύση, εκεί που η βαριά άρρωστη μητέρα και ο αγαπημένος γιος της περνούν μια ήρεμη ζωή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως, μέχρις ενός σημείου, η μητέρα και ο γιος αποτελούν ένα ενιαίο πλάσμα που βυθίζεται στον παράξενο και όμορφο κόσμο της αιώνιας φύσης, έναν κόσμο που δεν έχει επισκεφτεί ποτέ ο άνθρωπος (και έτσι τίποτα δεν έχει χαλάσει) ή έναν κόσμο που ο άνθρωπος δεν εγκατέλειψε ποτέ, εδώ και πάρα πολύ καιρό…».

Μια ταινία που δεν μπορεί να απολαύσει ο απλός παθητικός θεατής. Μόνο εκείνος ο θεατής  που θα συμμετέχει έντονα συναισθηματικά στην μοναδική αυτή αισθητική εμπειρία, θα καταφέρει να καταστεί κοινωνός αυτής, θα υποστεί την μέθεξή της  και θα βιώσει, νοιώσει, «κατανοήσει» και εντέλει απολαύσει το πολυσύνθετο αυτό καλλιτεχνικό έργο.

Πατέρας και Γιός

pateras-kai-gios_ex

Το “Πατέρας και Γιος” είναι η δεύτερη ταινία της τριλογίας του Αλεξάντερ Σοκούροφ με θέμα το δράμα των ανθρωπίνων σχέσεων. Όπως και στο πρώτο φιλμ, το “Μητέρα και Γιος”, το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο Αλεξάντερ Σοκούροφ είναι αυτό μιας παραβολής η οποία δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος ενώ δεν υπάρχει σαφής αναφορά σε τόπο και χρόνο.  Οι στρατιώτες φορούν στολές σημερινής εποχής, οι γυναίκες ντύνονται και χτενίζονται σε στυλ των δεκαετιών 40, 50, 60. Οι στέγες κι οι στενοί δρόμοι μιας παλαιάς πόλης του βορά λούζονται στο φως ενός λαμπρού Μεσογειακού ήλιου.
Ο Σοκούροφ αφήνει το φως του ήλιου να εισχωρήσει στις εικόνες του περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

«Το ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΟΣ διαδραματίζεται σε μια πόλη μεγαλοπρεπή αλλά και εξωπραγματική (πρόκειται για ένα συνδυασμό set της Αγίας Πετρούπολης και της Λισσαβόνας), σε χρόνο, που από λεπτό σε λεπτό μοιάζει να ανήκει σε διαφορετική δεκαετία (του 40, του 50, του 60), με μια μουσική που μοιάζει με Τσαϊκόφσκι αλλά δεν είναι (οι παραμορφωμένες, σκιασμένες εικόνες του Σοκούροφ, σήμα κατατεθέν του, επιτείνουν ακόμα περισσότερο την αίσθηση της ρευστότητας του χρόνου). Η αρχική σεκάνς, μας εισάγει στο μυστηριακό, αινιγματικό ύφος της ταινίας. Η σχέση μεταξύ των δυο ανδρών, του Πατέρα και του Γιου, παίρνει διαστάσεις θεολογικές (Θεός και Ιησούς), μυθολογικές (Ίκαρος και Δαίδαλος), σεξουαλικές (με τον Ίαν Κρίστι να χαρακτηρίζει το έργο τόσο σαρκικό όσο αυτά του Καραβάτζιο) αυτοβιογραφικές (ο Σοκούροφ είναι γιος στρατιωτικού) και βέβαια, όπως κάθε φιλμ του Σοκούροφ, το ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΟΣ είναι ανοιχτό σε διαφορετικές προσεγγίσεις και αναγνώσεις. Ένα φιλμ που δεν πρέπει να το χάσει κανείς από όσους ενδιαφέρονται για τον σύγχρονο κινηματογράφο». ΤΖΕΪΜΣ ΚΟΥΑΝΤ , ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ.

Η αρχική σεκάνς μας παραξενεύει και αιφνιδιάζει. Δυο ανδρικά κορμιά αγκαλιασμένα, μια ανδρική φωνή που βαριανασαίνει και μια άλλη που προσπαθεί να ανακουφίσει. Η πρώτη μας εντύπωση ότι πρόκειται για ένα ζευγάρι εραστών  αποδεικνύεται παραπλανητική αφού  σύμφωνα με την πραγματικότητα δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από έναν πατέρα που προσπαθεί να ηρεμήσει τον ταραγμένο από τα όνειρα γιο του.

Το ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΟΣ ασχολείται με ένα διαχρονικό θέμα: Τη σχέση πατέρα και γιου. Μια σχέση σαν κι αυτή μεταξύ Θεού και Ιησού στην οποία ο σκηνοθέτης αναφέρεται και μέσα στο φιλμ. «Ο πατέρας που αγαπά τον γιο του, τον σταυρώνει. Ο γιος που αγαπά τον πατέρα σταυρώνεται για χάρη του».

Ο Πατέρας είναι υπερπροστατευτικός προς το μοναχογιό (ο οποίος του θυμίζει την νεκρή γυναίκα του), ο γιος διχάζεται ανάμεσα στην αφοσίωση για τον πατέρα και στην αγάπη  για την ζηλότυπη φιλενάδα του. Ο πατέρας δεν μπορεί να φανταστεί μια ζωή χωρίς τον γιο αφού αποτελεί τον μοναδικό δεσμό του με την νεκρή σύζυγό του. Ο αφοσιωμένος γιος αγαπά τον πατέρα βαθιά, τα αισθήματά του επιτείνονται από μια ενστικτώδη ηθική υποχρέωση που δοκιμάζεται από τη ζωή. Η αγάπη τους είναι σχεδόν μυθολογικής κλίμακας και ήθους. Δεν μπορεί να υπάρξει στην πραγματική ζωή. Η δράση εξελίσσεται κυρίως στη σοφίτα όπου κατοικούν ο συνταξιούχος στρατιωτικός πατέρας και ο πρόσφατα στρατολογημένος γιος του. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε μια σειρά έντονων όσο και παραισθητικών προσεγγίσεων των δυο ανδρών. Μέσα από μια ιδιαίτερη φωτογραφική προσέγγιση, με ένα ξεχωριστό σχεδιασμό ήχου, ο Σοκούροφ κρατά συνέχεια το φιλμ κυριολεκτικά στα ακρότατα του δραματικού ρεαλισμού.

«Τίποτα δεν είναι καθαρό, όμως τα πάντα είναι προφανή: Εδώ έχουμε μια αποθέωση της αρσενικής σύλληψης του Κόσμου. Μια αντανάκλαση της πατριαρχικής κοινωνίας, εκεί όπου η ύπαρξη της γυναίκας είναι μόνο κατά περίπτωση αναγκαία. Ο Θεός χρειάστηκε μια Παρθένο για να αποκτήσει Γιο. Και μετά, τον άφησε να σταυρωθεί, έτσι ώστε να ενωθούν στην αιωνιότητα. Οι δυο τους αποτελούν την Αγία Τριάδα. Και η σχέση τους είναι θεία». Αλίν Τασιγιάν, κριτική επιτροπή στο φεστιβάλ των Καννών.

Η κάμερά του (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Αλεξάντερ Μπούροφ) κινείται αριστοτεχνικά και αθόρυβα ανάμεσα στους χώρους, «αγγίζοντας» τα πρόσωπα και τα κορμιά των πρωταγωνιστών του, δημιουργώντας ιμπρεσιονιστικές εικόνες με έντονα φωτεινά χρώματα, που φέρνουν στο νου ζωγραφικούς πίνακες – ο Σοκούροφ αναφέρει ως έμπνευση τον Άγγλο τοπιογράφο Τέρνερ.

Πολύ καλές οι ερμηνείες, αριστοτεχνικό το μοντάζ, πολυσύνθετος ηχητικός σχεδιασμός όπως και στο Μητέρα και Γιός.

 Ο Σοκούροφ, αναφερόμενος στον υποβόσκοντα ομοερωτισμό της ταινίας, χαρακτήρισε αυτή την ερμηνεία ως «γέννημα νοσηρών Ευρωπαϊκών εγκεφάλων».

Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ γεννήθηκε το 1951. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1968, εισάγεται στο Πανεπιστήμιο της πόλης Γκόρκι (Τμήμα Ιστορίας). Φοιτητής ακόμα, άρχισε να εργάζεται στις τηλεοπτικές παραγωγές του ιδρύματος. Το 1968 γίνεται τηλεοπτικός παραγωγός. Θα παραμείνει στα στούντιο του Πανεπιστημίου Γκόρκι για 6 χρόνια. Το 1974 εγγράφεται στο Τμήμα Παραγωγής του Πανρωσικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου (VGIK). Οι εξαιρετικές επιδόσεις του θα επιβραβευθούν με την υποτροφία Eisenstein.
Το 1980 ο Ταρκόφσκι τον συστήνει στα στούντιο της Lenfilm. Εκεί θα γυρίσει τις πρώτες του ταινίες μυθοπλασίας. Στα στούντιο του Λένινγκραντ δουλεύει τα πρώτα του ντοκιμαντέρ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι ταινίες του εκπροσωπούν την Κοινοπολιτεία (πλέον) σε πολυάριθμα διεθνή φεστιβάλ και εκδηλώσεις. Η επόμενη δεκαετία τον βρίσκει να γυρνά ταυτόχρονα, ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Συγχρόνως, ασχολείται με μη κερδοσκοπικά τηλεοπτικά προγράμματα για την νεολαία, καθώς και με μαθήματα σκηνοθεσίας στα στούντιο Lenfilm. Το 1998 παρουσιάζει το τηλεοπτικό πρόγραμμα «Νήσος Σοκούροφ» με θέμα τη θέση της τέχνης του κινηματογράφου στη σύγχρονη κουλτούρα.

 

Σχολιάστε